- Χαράλαμπος
- Χαράλαμπος, ο και Χαραλάμπης, οκύριο όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Άγιος Χαράλαμπος — Ονομασία επτά οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 230 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αθαμανίας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 167 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κτημενίων. 3.… … Dictionary of Greek
Βοζίκης, Χαράλαμπος — (Άγιος Πέτρος Κυνουρίας 1862 – 1937).Δικηγόρος και πολιτευτής. Διετέλεσε διοικητής των νησιών του ανατολικού Αιγαίου (1912), υπουργός Παιδείας (1915), διοικητής Θράκης (1920), υπουργός Δικαιοσύνης (1921) και πρόεδρος της Βουλής (1933). Ως… … Dictionary of Greek
Γιερός, Χαράλαμπος — (Γωνιά Αρτάκης 1887 – Αθήνα 1975). Ιστορικός της φιλοσοφίας. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, της Λειψίας και της Περούτζια. Εργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη μέση εκπαίδευση και έφτασε στον βαθμό του… … Dictionary of Greek
Θεοδωρίδης, Χαράλαμπος — (Καισάρεια, Μικρά Ασία 1883 – Αθήνα 1958). Πανεπιστημιακός. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Κωνσταντινούπολης, εργάστηκε ως δάσκαλος σε διάφορες κοινότητες της Τουρκίας, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή Αθηνών (έως το 1913) και έπειτα στη… … Dictionary of Greek
Καράογλου, Χαράλαμπος — (Δράμα 1946 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (τμήμα μεσαιωνικών και νέων ελληνικών σπουδών), της οποίας αναγορεύθηκε διδάκτορας (1988). Στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως… … Dictionary of Greek
Λοντοτσακίρης, Χαράλαμπος — Αγωνιστής του 1821. Ήταν εγγράμματος και συνετέλεσε πολύ στην εμψύχωση των πολεμιστών στην Πελοπόννησο, διαβάζοντάς τους πατριωτικά ποιήματα και εκφωνώντας πατριωτικούς λόγους. Πληγώθηκε δύο φορές. Μετά την απελευθέρωση εντάχθηκε στους… … Dictionary of Greek
Παπαπολίτης, Χαράλαμπος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από τη Δωρίδα. Πήρε μέρος στις διάφορες μάχες, που έγιναν στην τοποθεσία Πέντε Όρνια και στην περιοχή γύρω από τη Δωρίδα. Διακρίθηκε κυρίως το 1826, όταν οι Δωριείς αγωνίζονταν για να ανακτήσουν την περιοχή του… … Dictionary of Greek
Παυλάντης, Χαράλαμπος — (1866 – 1928). Λόγιος που καταγόταν από τον Πόντο. Πολυταξιδεμένος, επισκέφτηκε τον Καύκασο, τη Σιβηρία μέχρι το Βλαδιβοστόκ, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και άλλες χώρες. Διετέλεσε ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας Ακρόπολις. Έφερε επίσης… … Dictionary of Greek
Παχής, Χαράλαμπος — (1799 – 1878). Έλληνας ζωγράφος από την Κέρκυρα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ιταλία, γι’ αυτό και στα καλλιτεχνήματά του είναι φανερή η επίδραση της ιταλικής τέχνης. Τα θέματα στους πίνακές του είναι παρμένα κυρίως από την ιστορία της Eλληνικής… … Dictionary of Greek
Πυλαρινός, Χαράλαμπος — (Κεφαλονιά 1860 – Κάιρο 1940). Φιλόλογος και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και στη Λιψία και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη γλωσσολογία. Μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, διορίστηκε, με σύσταση του Βλάση Γαβριηλίδη στη Νέα Ημέρα της … Dictionary of Greek